πειρατήριον — πειρᾱτήριον , πειρατήριον trial neut nom/voc/acc sg πειρατήριος tentative masc/fem acc sg πειρατήριος tentative neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπειρατηρία — και ιων. τ. καταπειρατηρίη, ἡ (Α) 1. ναυτικό όργανο με το οποίο μετρούν το βάθος τής θάλασσας, ναυτική βολίδα, σκαντάλι 2. επιγρ. (πιθ. ερμ.) παλαμάρι τής άγκυρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + *πειρατηρία (θηλ. τού πειρατήριος < πειρῶμαι… … Dictionary of Greek
πειρατήριον — τὸ, ΜΑ, ιων. τ. πειρητήριον Α μσν. βασανισμός, βασανιστήριο αρχ. 1. μέσο δοκιμασίας, δοκιμής 2. βάσανος, έλεγχος, δοκιμή 3. πειρασμός, παραπλάνηση 4. ορμητήριο πειρατών 5. πειρατική συμμορία. [ΕΤΎΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού ουδ. τού επιθ.… … Dictionary of Greek
πειρατηρίοις — πειρᾱτηρίοις , πειρατήριον trial neut dat pl πειρατήριος tentative masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πειρατηρίου — πειρᾱτηρίου , πειρατήριον trial neut gen sg πειρατήριος tentative masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πειρατηρίων — πειρᾱτηρίων , πειρατήριον trial neut gen pl πειρατήριος tentative masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πειρατηρίῳ — πειρᾱτηρίῳ , πειρατήριον trial neut dat sg πειρατήριος tentative masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πειρατήρια — πειρᾱτήρια , πειρατήριον trial neut nom/voc/acc pl πειρατήριος tentative neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)